- στόρνη
- στόρνη, ἡ,= ζώνη, Call.Hec.1.1.15 (cf. Suid.), Lyc.1330.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στόρνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρνη — ἡ, Α ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στορ τού στόρνυμι (βλ. λ. στρώνω) με επίθημα νη (πρβλ. φερ νή) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. strana και το ρωσ. storona «μέρος, τόπος, πλευρά»] … Dictionary of Greek
στόρνην — στόρνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρνῃσι — στόρνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρνῃσιν — στόρνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρνα — στόρνᾱ , στόρνη fem nom/voc/acc dual στόρνᾱ , στόρνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)